γουργουρίζω

γουργουρίζω
και γουργουλίζω
1. κάνω γαργάρα
2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα τού νερού
3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ-γουρ (πρβλ. αρχ. ελλ. βορβορύζω, κορκορυγέω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γουργουρίζω — γουργουρίζω, γουργούρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γουργουρίζω — γουργούρισα 1. έχω γουργουρητό στα έντερά μου: Γουργούριζε η κοιλιά του γιατί είχε να φάει δυο μέρες. 2. κάνω γαργάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποβορβορύζω — Α 1. (για τα έντερα) γουργουρίζω σιγά 2. πίνω με θόρυβο, ρουφώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βορβορύζω «γουργουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αναβορβορύζω — ἀναβορβορύζω (Α) μουρμουρίζω δυνατά, επιδοκιμάζω φωναχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βορβορύζω «γουργουρίζω», λ. ηχομιμητική] …   Dictionary of Greek

  • βουρβουλακιάζω — και βουρβουρακιάζω 1. γουργουρίζω 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα ή κατ άλλους βουρβουλακιάζω < βουρβουλακώ] …   Dictionary of Greek

  • βουρβουλακώ — ( άω) 1. (για τόπο ή πηγή) αναδίδω νερό ορμητικά 2. βράζω, κοχλάζω 3. βγάζω φυσαλλίδες 4. γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα] …   Dictionary of Greek

  • βουρβουλώ — ( άω) [βουρβούλα] γουργουρίζω …   Dictionary of Greek

  • γογγύζω — (AM γογγύζω) δυσανασχετώ, παραπονιέμαι μσν. νεοελλ. 1. βογγώ από πόνο 2. κακολογώ αρχ. (για περιστέρια) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ηχομιμητική, αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται πιθ. με το γαγγαίνειν (πρβλ. αρχ. ινδ. gańgūyati «φωνάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • γουργουρικό — το (Μ γουργουρικόν) [γουργουρίζω] γουργούρισμα …   Dictionary of Greek

  • γουργουρισμός — ο (Μ γουργουρισμός) [γουργουρίζω] το γουργούρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”